ελαφόβοσκον

ελαφόβοσκον
ἐλαφόβοσκον, το (Α)
1. ονομασία φυτού το οποίο πίστευαν ότι τρώει το ελάφι ως αντίδοτο για το δηλητήριο τών φιδιών
2. το φασκόμηλο
3. το σκόρδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐλαφόβοσκον — plant eaten by deer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφοβόσκου — ἐλαφόβοσκον plant eaten by deer neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφοβόσκῳ — ἐλαφόβοσκον plant eaten by deer neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • ελαφικός — ἐλαφικός, ή, όν (AM) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ελάφι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαφικόν το ελαφόβοσκον …   Dictionary of Greek

  • επίβοσκον — ἐπίβοσκον, το (Α) η ρίζα τής αγριομολόχας (την οποία έπαιρναν οι έγκυες για να κρατήσουν το παιδί). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοσκος βοσκον (< θ. βοσκο (βοσκός) πρβλ. ελαφόβοσκον] …   Dictionary of Greek

  • νεφρί — το (Α νεφρίον, Μ νεφρί) νεοελλ. μσν. ο νεφρός αρχ. 1. μικρός νεφρός 2. το φυτό ελαφόβοσκον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεφρί < αρχ. νεφρί ον, υποκορ. τού νεφρός] …   Dictionary of Greek

  • οφιογένιον — ὀφιογένιον, τό (Α) το φυτό ελαφόβοσκον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις + γένος] …   Dictionary of Greek

  • χημίς — ίδος, ἡ, Α άλλη ονομασία τού φυτού ἐλαφόβοσκον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”